- προσαναφέρω
- Α [ἀναφέρω]1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον5. εκκλ. λατρεύω τον θεό.
Dictionary of Greek. 2013.