προσαναφέρω

προσαναφέρω
Α [ἀναφέρω]
1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως
2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον
3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του
4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον
5. εκκλ. λατρεύω τον θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαναφέρω — πρόσ ἀναφέρω bring pres subj act 1st sg πρόσ ἀναφέρω bring pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναφορά — ἡ, Α [προσαναφέρω] συμπληρωματική αναφορά …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”